- εὐπραγήματα
- εὐπράγημαa successneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπράγημα — εὐπράγημα, τὸ (Α) [ευπραγώ] 1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία 2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα τα πολεμικά κατορθώματα … Dictionary of Greek